ἑψομένου

ἑψομένου
ἕπομαι
fut part mid masc/neut gen sg
ἕψω
Acut. (Sp.)
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”